Το «μακρινό» 2004 είδαμε στην Ελλάδα να υλοποιούνται οι πρώτες ADSL συνδέσεις. Όσοι απέκτησαν συνδέσεις 256 ή 384 Kbps χαρακτηρίζονταν «τυχεροί» γιατί οι ταχύτητες -για εκείνη την εποχή- ήταν «απίστευτες» δεδομένου ότι η συντριπτική πλειοψηφία συνδεόταν στα 56,6 Kbps. Συν ότι με το ADSL η σύνδεση στο Διαδίκτυο ήταν μόνιμη, δεν χρειαζόταν δηλαδή να κάνεις dial-up και να χρεώνεις τον λογαριασμό του σταθερού τηλεφώνου σου.
Το ADSL εξελίχθηκε στο VDSL, η «αναβάθμιση» των τηλεπικοινωνιακών δικτύων έδωσε τη δυνατότητα οι ταχύτητες λήψης δεδομένων να φθάσουν έως και τα 200 Mbps αλλά η πραγματική «επανάσταση» δεν είναι άλλη από τις συνδέσεις οπτικών ινών που φθάνουν μέχρι το κτίριο όπου βρίσκεται το σπίτι ή η επιχείρηση μας, το αποκαλούμενο και fiber to the home/building (FTTH/B). Ή απλά FTTH, όπως είναι πιο ευρέως γνωστό. Και δεν είναι μόνο οι υψηλότερες ταχύτητες (μέχρι 1 Gbps) σύνδεσης που προσφέρει το FTTH αλλά και μία σειρά από άλλα πλεονεκτήματα που προσφέρουν μία πολύ βελτιωμένη εμπειρία χρήσης του Διαδικτύου και των διαφόρων σχετικών υπηρεσιών.
Τι απαιτείται
Για να είναι εφικτή η παροχή σύνδεσης FTTH (fiber to the home), όπως είναι γνωστές αυτές οι συνδέσεις, θα πρέπει ο τηλεπικοινωνιακός πάροχος να έχει δημιουργήσει τη σχετική υποδομή και το δίκτυο οπτικών ινών να έχει φθάσει πολύ κοντά στα κτίρια, σχεδόν στην πόρτα των κτιρίων. Πιο συγκεκριμένα θα πρέπει να φθάσει μέχρι τα αποκαλούμενα ducts, τα οποία θα πρέπει να σημειωθεί ότι καθένα από αυτά χρησιμοποιείται για την εξυπηρέτηση πολλαπλών γειτονικών κτιρίων. Κατά κάποιον τρόπο, η λογική που ακολουθείται είναι αντίστοιχη με εκείνη του φυσικού αερίου. Ανάλογα με το σε πόσα ducts έχει φθάσει οπτική ίνα είναι και η κάλυψη στην οποία αναφέρονται οι πάροχοι. Δηλαδή, όταν ένας πάροχος υποστηρίζει ότι καλύπτει σε μία περιοχή 1000 νοικοκυριά σημαίνει ότι έχει φέρει οπτική ίνα σε τόσα ducts όσα και αυτά που εξυπηρετούν κτίρια με συνολικά 1000 νοικοκυριά.
Οι γραμμές που μπορούν να αναβαθμιστούν σε FTTH θα έχουν φθάσει μέχρι το τέλος του 2022 τουλάχιστον στο 1 εκατομμύριο (περίπου το 20% των συνολικών γραμμών της χώρας) και η υπάρχουσα εκτίμηση είναι πως μέχρι το 2027 ο αντίστοιχος αριθμός θα έχει ξεπεράσει τα 4 εκατ., καλύπτοντας τη συντριπτική πλειοψηφία της χώρας. Ο απώτερος στόχος είναι πάντως το 2030 στο 100% των σταθερών τηλεπικοινωνιακών συνδέσεων να είναι εφικτή η αναβάθμιση τους σε οπτική ίνα.
Τα οφέλη
Γιατί, όμως, κάποιος/α να επιλέξει να αναβαθμίσει σε μία σύνδεση FTTH. Είναι μόνο οι υψηλότερες ταχύτητες σύνδεσης;
Προφανώς, οι μεγαλύτερες ταχύτητες σύνδεσης είναι ένα πολύ σημαντικό πλεονέκτημα των συνδέσεων FTTH. Η ταχύτητα μπορεί να φθάσει μέχρι το 1 Gbps και αυτό αφορά τόσο τη λήψη δεδομένων (download) όσο και την αποστολή (upload). Αυτή τη στιγμή, έχουν αρχίσει πλέον να είναι διαθέσιμες και στην Ελλάδα ταχύτητες σύνδεσης που φθάνουν το 1 Gbps όσον αφορά τη λήψη δεδομένων, ενώ η αποστολή δεδομένων μπορεί να φθάσει έως τα 100 Mbps. Σε σχέση με μία «50άρα» σύνδεση VDSL όπου το download φθάνει έως τα 50 Μbps και το upload έως τα 5 Mbps, η διαφορά είναι τεράστια.
Όμως, η πραγματική διαφορά είναι η λέξη «έως» που χρησιμοποιείται για τις συνδέσεις που γίνονται με την υφιστάμενη υποδομή του χαλκού. Μία σύνδεση των 100 Mbps για να φθάσει τα 100 Mbps -ή τουλάχιστον να είναι πολύ κοντά σε αυτό το νούμερο- όσον αφορά στη λήψη των δεδομένων θα πρέπει να πληρούνται μία σειρά από προϋποθέσεις. Όπως, για παράδειγμα, πόσο κοντά είναι το κτίριο στην καμπίνα του παρόχου που εξυπηρετεί τη συγκεκριμένη γραμμή αλλά και ποια είναι η κατάσταση των καλωδίων μέσα στο κτίριο και το σπίτι. Η καλωδίωση είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας που δεν λαμβάνουν υπόψιν τους πολλοί καταναλωτές που θεωρούν ότι για μία σύνδεση με «απώλειες» όσον αφορά την ταχύτητα φταίει αποκλειστικά ο τηλεπικοινωνιακός πάροχος.
Στο FTTH δεν τίθεται, όμως, κανένα τέτοιο θέμα. Αν κάποιος αποκτήσει μία σύνδεση στα 100 Mbps μέσω FTTH, η λήψη δεδομένων θα είναι στα 100 Mbps. Τόσο απλά. Το ίδιο και για τις συνδέσεις των 200, 300 ή 500 Mbps και, φυσικά, για το 1 Gbps. Αυτή, φυσικά, είναι η ταχύτητα που φθάνει στο router (σ.σ. απαιτείται ειδικός εξοπλισμός που παρέχεται, προφανώς, από τον πάροχο) και όχι η ταχύτητα που θα έχεις στη βεράντα που βρίσκεται στην πίσω πλευρά ενός σπιτιού και απέχει αρκετά από το router και παρεμβάλλονται και 2-3 τοίχοι.
Άρα, πέραν των υψηλότερων των 200 Mbps ταχυτήτων, το FTTH προσφέρει και σταθερότητα όσον αφορά στη σύνδεση. Προσφέρει, όμως, και χαμηλότερη απόκριση, το αποκαλούμενο latency. Για εφαρμογές όπως είναι το online gaming, το χαμηλό latency ενδεχομένως να είναι σημαντικότερο ακόμη και από τις εξαιρετικά υψηλές ταχύτητες.
Πόσο κοστίζει
Ένα άλλο ερώτημα που θέτουν πολλοί καταναλωτές είναι πόσο πιο ακριβή είναι μία σύνδεση FTTH. Σε σχέση με μία σύνδεση μέσω χαλκού, οι τιμές κινούνται περίπου στα ίδια επίπεδα. Μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου βρίσκεται σε ισχύ η δράση Super Fast Broadband (SFBB) όπου επιδοτείται με περίπου 13 ευρώ το μήνα για διάστημα 2 ετών μία σύνδεση FTTH. Και μέχρι το τέλος του έτους αναμένεται να έχει ξεκινήσει μία ακόμη δράση (Gigabit Voucher Scheme) όπου επιδοτούνται οι συνδέσεις που αφορούν ταχύτητες μεγαλύτερες των 250 Mbps.
Σε γενικές γραμμές, η αναβάθμιση σε FTTH από τις υφιστάμενες συνδέσεις μέχρι χαλκού είναι μία κίνηση που αξίζει να κάνει όποιος καταναλωτής επιθυμεί να έχει αξιόπιστη, γρήγορη και ποιοτική πρόσβαση στο Διαδίκτυο. Αρκεί, φυσικά, να καλύπτεται από δίκτυο FTTH.