Η συνεργασία των NVIDIA και MEDIATEK φέρνει το Gsync σε περισσότερες gaming οθόνες

2 μήνες πριν
NVIDIA gaming monitor

Η NVIDIA ανακοίνωσε μια επαναστατική συνεργασία με τη MEDIATEK, η οποία θα επιτρέψει την ενσωμάτωση όλων των χαρακτηριστικών G-Sync σε οθόνες χωρίς την ανάγκη ειδικής μονάδας. Η κίνηση αυτή σηματοδοτεί μια νέα εποχή για τους λάτρεις των παιχνιδιών, καθώς ανοίγει το δρόμο για πιο προσιτές και τεχνολογικά προηγμένες gaming οθόνες.

Από το 2013, η τεχνολογία G-Sync απαιτούσε μια αποκλειστική μονάδα για να συγχρονίζει τους ρυθμούς ανανέωσης της οθόνης με την κάρτα γραφικών, εξαλείφοντας προβλήματα όπως το screen tearing και μειώνοντας την καθυστέρηση εισόδου. Το 2019, η NVIDIA εισήγαγε το G-Sync Compatible, υποστηρίζοντας οθόνες με τεχνολογία FreeSync χωρίς την ανάγκη ειδικής μονάδας G-Sync.

Ωστόσο, μέχρι τώρα, οι περισσότερες οθόνες G-Sync Compatible δεν διέθεταν όλα τα προηγμένα χαρακτηριστικά της NVIDIA, όπως το χαμηλής καθυστέρησης HDR, τον αναλυτή Reflex για τη μέτρηση της καθυστέρησης του συστήματος, ή την υποστήριξη εξαιρετικά χαμηλού θολώματος κίνησης. Η νέα συνεργασία με τη MEDIATEK θα επιτρέψει την ενσωμάτωση όλων αυτών των τεχνολογιών σε πολύ περισσότερες οθόνες στο μέλλον.

Η NVIDIA δεσμεύεται να φέρει όλες τις τρέχουσες και μελλοντικές τεχνολογίες G-Sync, συμπεριλαμβανομένης της πιο πρόσφατης καινοτομίας της, του Pulsar, σε ευρύτερο κοινό. Το Pulsar υπόσχεται να μειώσει περαιτέρω το θόλωμα κίνησης και το φαινόμενο ghosting, βελτιώνοντας σημαντικά την εμπειρία παιχνιδιού.

Οι πρώτες τρεις οθόνες που θα ενσωματώσουν την πλήρη υποστήριξη G-Sync χρησιμοποιώντας επεξεργαστές κλιμάκωσης της MEDIATEK είναι η AOC Agon Pro AG276QSG2, η Acer Predator XB273U F5 και η Asus ROG Swift 360Hz PG27AQNR. Και οι τρεις οθόνες διαθέτουν εντυπωσιακά χαρακτηριστικά, όπως ρυθμό ανανέωσης 360Hz, ανάλυση 1440p και υποστήριξη HDR, ενώ περιλαμβάνουν και την τεχνολογία G-Sync Pulsar.

Η εξέλιξη αυτή αναμένεται να φέρει επανάσταση στην αγορά των gaming οθονών, καθιστώντας την προηγμένη τεχνολογία G-Sync πιο προσιτή σε ευρύτερο κοινό. Παράλληλα, δίνει στους κατασκευαστές μεγαλύτερη ευελιξία στο σχεδιασμό και την τιμολόγηση των προϊόντων τους, ενώ οι καταναλωτές θα επωφεληθούν από μια ευρύτερη γκάμα επιλογών υψηλής ποιότητας.