Ερευνητές κατέγραψαν την αλληλουχία του γονιδιώματος του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν από τούφες των μαλλιών του. Ανακάλυψαν ότι είχε κληρονομήσει γενετικούς παράγοντες κινδύνου για ασθένειες του ήπατος και είχε μολυνθεί από ηπατίτιδα Β. Αυτοί οι παράγοντες, μαζί με την κατανάλωση αλκοόλ, πιθανότατα συνέβαλαν στο θάνατό του σε ηλικία 56 ετών. Πρωταρχικός στόχος της ομάδας ήταν να ρίξει φως στα προβλήματα υγείας του Μπετόβεν, συμπεριλαμβανομένης της προοδευτικής απώλειας της ακοής του. Δεν μπόρεσαν να προσδιορίσουν μια συγκεκριμένη αιτία για την κώφωσή του, αλλά μπόρεσαν να αποκλείσουν αρκετές άλλες λιγότερο πιθανές γενετικές αιτίες.
Ο Μπετόβεν είναι μια από τις πιο αγαπημένες μορφές στην ιστορία της μουσικής και είναι διάσημος για συνθέσεις όπως η Bagatelle αριθ. 25 (ευρέως γνωστή ως "Für Elise"), η Σονάτα αριθ. 14 ("Σονάτα του Σεληνόφωτος") και η Συμφωνία αριθ. 9. Ήταν ένας ταλαντούχος πιανίστας και είχε μεγάλη αγάπη για την εργασία του. Όταν η κώφωση τον ταλαιπώρησε, ο Μπετόβεν έβαλε ένα αντηχείο στο πιάνο του για να ενισχύσει τον ήχο του και τελικά χρησιμοποίησε τις δονήσεις για να συνεχίσει να συνθέτει.
Το γονιδίωμα αντλήθηκε από πέντε διατηρημένες τούφες κυματιστών μαλλιών, που πέρασαν από διαφορετικές οικογένειες και φίλους. Αρκετές άλλες τούφες μαλλιών που είχαν προηγουμένως αποδοθεί στον συνθέτη αποδείχθηκε ότι δεν ήταν δικές του, ενώ μία από αυτές, η λεγόμενη τούφα Κέσλερ, δεν μπορούσε να αποδοθεί οριστικά πέρα κάθε αμφιβολίας.
Εκτός από την κώφωση, ο Μπετόβεν υπέφερε από γαστρεντερικά προβλήματα (πόνος στο έντερο και διάρροια) και ηπατικά προβλήματα (συμπεριλαμβανομένων δύο περιπτώσεων ίκτερου) κατά τη διάρκεια της ζωής του. Οι παθήσεις έγιναν τόσο σοβαρές ώστε, το 1802, ζήτησε από τον αγαπημένο του γιατρό, τον Γιόχαν Άνταμ Σμιτ, να περιγράψει και να δημοσιοποιήσει τη φύση της ασθένειάς του μετά το θάνατό του. Ο θάνατος του Μπετόβεν αποδίδεται σήμερα γενικά σε κίρρωση ή ουλές του ήπατος.
Με βάση τα γονιδιωματικά δεδομένα, η ομάδα διαπίστωσε ότι η κοιλιοκάκη, η δυσανεξία στη λακτόζη και το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου -όλα πιθανές πηγές γαστρεντερικών ενοχλήσεων- ήταν απίθανο να έχουν επηρεάσει τον Μπετόβεν. Επιπλέον, ο κορυφαίος συνθέτης δεν φαίνεται να είχε υποστεί δηλητηρίαση από μόλυβδο από τη στιγμή που προηγούμενη ανάλυση που υποδείκνυε κάτι τέτοιο, βασίστηκε σε δείγμα μαλλιών που δεν του ανήκε.
Ο θάνατος του συνθέτη ήταν σχεδόν βέβαιο ότι επιταχύνθηκε από την κατάχρηση αλκοόλ. Ορισμένοι από τους συγχρόνους του Μπετόβεν ισχυρίστηκαν ότι ο συνθέτης έπινε με μέτρο, αλλά ένας φίλος φέρεται να υποστήριξε ότι τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Μπετόβεν έπινε καθημερινά ένα λίτρο κρασί με το μεσημεριανό γεύμα.
Η ομάδα συνέκρινε επίσης το χρωμόσωμα Υ του Μπετόβεν με εκείνα των ζώντων απογόνων του Aert van Beethoven, ενός προγόνου που έζησε από το 1535 έως το 1609. Όμως τα χρωμοσώματα Υ των ζώντων ανδρών δεν ταίριαζαν με εκείνα από τα δείγματα μαλλιών του Μπετόβεν. Για τους ερευνητές, αυτό υποδήλωνε μια πατρότητα εκτός ζεύγους, δηλαδή μια εξωσυζυγική σύλληψη κάπου μεταξύ του Aert van Beethoven και της γέννησης του Ludwig επτά γενιές αργότερα.
Ενώ η ομάδα μπόρεσε να ταυτοποιήσει το DNA του ιού της ηπατίτιδας Β στα μαλλιά του Μπετόβεν, δεν μπόρεσε να προσδιορίσει πότε ή πώς έγινε η μόλυνση. Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν ορισμένα προηγούμενα συμπεράσματα, αλλά εγείρουν επίσης νέα ερωτήματα σχετικά με την προέλευση των πολλών ασθενειών του Μπετόβεν. Και ίσως το μεγαλύτερο μυστήριο -η αιτία της απώλειας της ακοής του- παραμένει ακριβώς αυτό, μυστήριο.