Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ότι το iPadOS της APPLE είναι πλέον η τέταρτη πλατφόρμα της εταιρείας που υπόκειται στις διατάξεις του νέου κανονιστικού πλαισίου της Ε.Ε., γνωστού ως Νόμος περί Ψηφιακών Αγορών (DMA). Αυτό σημαίνει ότι η APPLE έχει περιθώριο έξι μηνών για να προσαρμόσει τη λειτουργία του iPadOS σύμφωνα με τις απαιτήσεις του DMA.
Η συμμόρφωση με το νέο νομοθετικό πλαίσιο συνεπάγεται σημαντικές αλλαγές για την APPLE, όπως η απαγόρευση προώθησης των δικών της υπηρεσιών έναντι ανταγωνιστών, η υποχρέωση να επιτρέπει εφαρμογές και ψηφιακά καταστήματα τρίτων, καθώς και η υποστήριξη εναλλακτικών επιλογών πληρωμής. Επιπλέον, η εταιρεία θα πρέπει να ανοίξει την πρόσβαση σε εκδόσεις του Safari που δεν βασίζονται στο Webkit, ενώ οι δημιουργοί εφαρμογών για το iPadOS θα έχουν δικαίωμα σε δίκαιους και ισότιμους όρους δραστηριοποίησης.
Η Κομισιόν είχε ήδη κρίνει ότι το iOS, το App Store και το Safari υπόκεινται στις διατάξεις του DMA, και οι εταιρείες που δεν συμμορφώνονται αντιμετωπίζουν βαριά πρόστιμα, έως και το 10% των ετήσιων εσόδων τους παγκοσμίως. Παρά τις αλλαγές που έχει ανακοινώσει η APPLE, ορισμένες πτυχές της προσαρμογής της στο DMA βρίσκονται ήδη υπό διερεύνηση για το ενδεχόμενο μη ουσιώδους συμμόρφωσης.
Αρχικά, το iPadOS, το λειοτυργικό για τα iPad, δεν είχε συμπεριληφθεί στις πλατφόρμες που διέπονται από το DMA, καθώς ο αριθμός των χρηστών του δεν πληρούσε το απαιτούμενο όριο. Ωστόσο, η Κομισιόν έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει υπόψη και ποιοτικά κριτήρια, όταν μια εταιρεία κατέχει εδραιωμένη και σταθερή θέση στην αγορά, όπως συνέβη στην περίπτωση της APPLE.
Σε απάντησή της, η APPLE δήλωσε ότι θα συνεχίσει να συνεργάζεται με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη συμμόρφωση με το DMA, ενώ παράλληλα θα επιδιώκει να παρέχει κορυφαία προϊόντα και υπηρεσίες στους Ευρωπαίους πελάτες της, αντιμετωπίζοντας τους νέους κινδύνους που ενέχει η εφαρμογή του DMA για την ιδιωτικότητα και την ασφάλεια των δεδομένων των χρηστών.
Η διαδικασία διερεύνησης της θέσης του iPadOS στην ψηφιακή αγορά διήρκεσε περίπου οκτώ μήνες, και αποτελεί την πρώτη και μοναδική έρευνα που διεξήγαγε η Κομισιόν σχετικά με άλλα προϊόντα και υπηρεσίες από τη στιγμή που τέθηκε σε εφαρμογή το νέο νομοθετικό πλαίσιο.