Όπως ανακοινώθηκε από την ίδια, θύμα κυβερνοεπίθεσης βρέθηκε η NVIDIA, η μεγάλη εταιρεία τεχνολογίας που παράγει -κυρίως- κάρτες γραφικών.
Δήλωσε πως η επίθεση έλαβε χώρα στις 23 Φεβρουαρίου και αφότου κατάλαβε τι συμβαίνει, ενίσχυσε τις δικτυακές άμυνές της, κινητοποίησε ειδικούς στον κλάδο της άμυνας ενάντια σε κυβερνοεπιθέσεις και ειδοποίησε τις αρχές για το συμβάν.
Αναφέρεται πως δεν έχουν ενδείξεις για την ύπαρξη “ransomware”, δηλαδή λογισμικού που κρατάει «όμηρο» συσκευές έως ότου αποδοθούν λύτρα, και επίσης δεν φαίνεται η επίθεση να σχετίζεται με τα γεγονότα που εκτυλίσσονται στην Ουκρανία. Τέλος, αναφέρει πως δεν περιμένει κάποια διακοπή ή πρόβλημα στις υπηρεσίες της.
Όπως φαίνεται, την ευθύνη για την επίθεση ανέλαβε η νοτιοαμερικανική ομάδα hackers, “LAPSU$”. Η ίδια ισχυρίζεται ότι κατέχει 1TB δεδομένων που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, δεδομένα εργαζομένων της NVIDIA.
Επιπλέον, ισχυρίζονται πως, ως αντίποινα, η NVIDIA εγκατέστησε ransomware όμως δηλώνουν προφυλαγμένοι.
Όπως δηλώνει ο Brett Callow, αναλυτής κυβερνοαπειλών στην Emsisoft, η τακτική της αντεπίθεσης με την εγκατάσταση ransomware δεν είναι συχνή όμως έχει λογική, αποσκοπώντας στο «κλείδωμα» των κλεμμένων δεδομένων και την αποφυγή περαιτέρω διαρροής τους οπουδήποτε.
Λίγες ημέρες πριν την κοινοποίηση του συμβάντος, η βρετανική εφημερίδα “The Telegraph” δημοσίευσε ρεπορτάζ όπου αναφερόταν διήμερο πρόβλημα σύνδεσης σε συστήματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και εργαλεία προγραμματιστών, για τα οποία η NVIDIA δεν έκανε κάποια αναφορά ακόμη και μετά την αναγνώριση του συμβάντος της κυβερνοεπίθεσης. Η δήλωσή της έδειξε να αποκλείει το ενδεχόμενο προβλήματος υπηρεσιών στο εξής, χωρίς να αναφέρεται στο τι έχει προηγηθεί.
Μέχρι στιγμής, δεν έχει σημειωθεί κάτι νέο για το περιστατικό και όπως όλα δείχνουν, απλοί χρήστες και πελάτες της NVIDIA δεν επηρεάζονται από όσα συνέβησαν.
Η NVIDIA είναι κολοσσός στο κομμάτι της τεχνολογίας, αναφέροντας έσοδα της τάξεως των 7.64$ δισεκατομμυρίων για το προηγούμενο τρίμηνο ενώ νωρίτερα, είχε επιχειρήσει την απόκτηση της τεράστιας εταιρείας μικροαγωγών, την ARM, όμως η συμφωνία δεν προχώρησε με τις δύο πλευρές να επικαλούνται «σημαντικά κωλύματα», πιθανότατα με την επιτροπή ελέγχου ανταγωνισμού ή παρεμφερείς φορείς λόγω της έκτασης των δύο εταιρειών.