Το Fitbit φέρνει τις ειδοποιήσεις ακανόνιστου καρδιακού ρυθμού σε 20 νέες χώρες

1 έτος πριν

Η Fitbit, ένας από τους μεγαλύτερους κατασκευαστές wearable στον κόσμο, έχει επεκτείνει τη λειτουργία ειδοποιήσεων ακανόνιστου καρδιακού ρυθμού σε 20 ακόμη χώρες, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου και μεγάλου μέρους της Ευρώπης.

Όπως υποδηλώνει το όνομα, η λειτουργία Irregular Heart Rhythm Notifications χρησιμοποιεί τους αισθητήρες καρδιάς στα wearables της Fitbit για να εντοπίζει την ανώμαλη συμπεριφορά της καρδιάς κατά τη διάρκεια του ύπνου και το πρωί προειδοποιεί με σχετικά μηνύματα τον χρήστη.

Πιο συγκεκριμένα, ανιχνεύει την κολπική μαρμαρυγή ή AFib, η οποία αυξάνει τις πιθανότητες εμφάνισης καρδιακών προβλημάτων όπως εγκεφαλικά επεισόδια και θρόμβους αίματος. Η λειτουργία ήταν αποκλειστική για την αγορά των ΗΠΑ όταν κυκλοφόρησε τον Απρίλιο, αλλά τώρα η Fitbit επιβεβαίωσε ότι θα εμφανιστεί σε πολύ περισσότερες χώρες.

Είχαμε μια ισχυρή ένδειξη ότι μια τέτοια διευρυμένη εξάπλωση της λειτουργίας ήταν επικείμενη με την κυκλοφορία των έξυπνων ρολογιών Fitbit Versa 4 και Sense 2 στα τέλη Αυγούστου. Η νέα σειρά δίνει μεγάλη έμφαση στην ανίχνευση του στρες και άλλων προβλημάτων υγείας, συμπεριλαμβανομένης της AFib.

Στο πλαίσιο της ανακοίνωσης, η Fitbit επιβεβαίωσε ότι της χορηγήθηκε σήμα CE για τις ειδοποιήσεις ακανόνιστου καρδιακού ρυθμού, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί πλέον να προσφέρει την υπηρεσία στην ΕΕ και σε άλλες περιοχές, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου. Είχε ήδη λάβει έγκριση από τον FDA, η οποία της επέτρεψε να κάνει το ντεμπούτο της στην αγορά των ΗΠΑ. Η προσθήκη της ανίχνευσης AFib δίνει στους κατόχους Fitbit ένα χαρακτηριστικό από το οποίο επωφελούνται οι κάτοχοι του Apple Watch από τα τέλη του 2018 αλλά και αυτοί της Samsung με το Galaxy Watch.

Πρόσφατα και συγκεκριμένα το 2020, η Apple συνεργάστηκε με την Johnson & Johnson σε μια νέα ιατρική μελέτη η οποία διερεύνησε πώς παρόμοια συστήματα έγκαιρης ανίχνευσης της AFib θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη μείωση των εγκεφαλικών επεισοδίων μεταξύ των ατόμων άνω των 65 ετών, με τα αρχικά αποτελέσματα να κρίνονται τουλάχιστον ενθαρρυντικά.