Το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, μέσω του τομέα Ψυχιατρικής, ξεκινά μια πρωτοποριακή κλινική δοκιμή ενός ψηφιακού εργαλείου με την ονομασία "Πετρούσκα", με σκοπό την εξατομίκευση των θεραπειών κατά της κατάθλιψης. Για τη διεξαγωγή της δοκιμής, το πανεπιστήμιο προσκαλεί εθελοντές που πάσχουν από κατάθλιψη να λάβουν μέρος, ενώ η διαχείριση των περιστατικών θα γίνεται από έναν αλγόριθμο τεχνητής νοημοσύνης.
Ο εν λόγω αλγόριθμος χρησιμοποιεί δεδομένα από περισσότερους από ένα εκατομμύριο ανθρώπους και προτείνει σε πραγματικό χρόνο τα πιο κατάλληλα αντικαταθλιπτικά φάρμακα για κάθε άτομο κατά τη διάρκεια της συμβουλευτικής συνεδρίας. Οι ερευνητές ελπίζουν να προσελκύσουν περίπου 200 συμμετέχοντες έως το καλοκαίρι, με τον τελικό στόχο να φτάσουν τους 500 συμμετέχοντες συνολικά.
Η "Πετρούσκα" λαμβάνει υπόψη διάφορες πληροφορίες για κάθε ασθενή, όπως η ηλικία, το φύλο, η σοβαρότητα των συμπτωμάτων και οι πιθανές παρενέργειες. Οι ερευνητές θεωρούν ότι πρόκειται για μια καινοτόμο προσέγγιση που ενδυναμώνει τους ασθενείς και τους εμπλέκει στη διαδικασία λήψης αποφάσεων κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Ο επικεφαλής ερευνητής, καθηγητής Αντρέα Τσιπριάνι, επισημαίνει ότι επί του παρόντος, παρά τη διαθεσιμότητα περισσότερων από 30 αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, οι γιατροί τείνουν να συνταγογραφούν μόνο τέσσερα από αυτά, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε μη βέλτιστη ή μη βιώσιμη θεραπεία για τους ασθενείς. Στόχος της μελέτης είναι να αντιμετωπιστούν οι ατομικές ανάγκες των ασθενών και να εντοπιστεί η καταλληλότερη θεραπεία για τον καθένα το συντομότερο δυνατό, βάσει των χαρακτηριστικών τους.
Οι ενδιαφερόμενοι στο Ηνωμένο Βασίλειο μπορούν να εγγραφούν για συμμετοχή στις δοκιμές, ενώ παρόμοιες κλινικές δοκιμές θα διεξαχθούν στον Καναδά και τη Βραζιλία. Η διαδικασία διαρκεί 24 εβδομάδες, με τους ερευνητές να αξιολογούν τη συμμόρφωση των ασθενών στη θεραπεία μετά από οκτώ εβδομάδες. Καθ' όλη τη διάρκεια της δοκιμής, θα συλλέγονται πληροφορίες σχετικά με τη διάθεση, το άγχος, την ποιότητα ζωής και τις παρενέργειες των συμμετεχόντων.
Το πρόγραμμα χρηματοδοτείται από το βρετανικό Εθνικό Ινστιτούτο Ερευνών Υγείας και Μέριμνας.