Δώδεκα από τους δεκατέσσερις ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 που συμμετείχαν σε πρωτοποριακή κλινική μελέτη κατάφεραν να απαλλαγούν πλήρως από την ανάγκη χορήγησης ινσουλίνης, σύμφωνα με τα ευρήματα που παρουσιάστηκαν στο συνέδριο United European Gastroenterology Week στη Βιέννη.
Η Δρ. Celine Busch από το Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ, επικεφαλής της έρευνας, εφάρμοσε μια νέα μέθοδο που ονομάζεται Επαναγγείωση μέσω Θεραπείας Ηλεκτροπόρωσης (ReCET). Η συγκεκριμένη ενδοσκοπική επέμβαση χρησιμοποιεί ελεγχόμενους ηλεκτρικούς παλμούς για τη δημιουργία μικροσκοπικών οπών στις κυτταρικές μεμβράνες, βελτιώνοντας σημαντικά την ευαισθησία του οργανισμού στην ενδογενή ινσουλίνη.
Οι συμμετέχοντες, ηλικίας 28 έως 75 ετών, ακολούθησαν αυστηρή ισοθερμιδική υγρή διατροφή για δύο εβδομάδες μετά την επέμβαση. Στη συνέχεια, ξεκίνησαν εβδομαδιαία αγωγή με σεμαγλουτίδη, ένα φάρμακο που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο του σακχάρου στο αίμα. Η συνδυαστική αυτή προσέγγιση αποδείχθηκε ιδιαίτερα αποτελεσματική στη διαχείριση της νόσου.
Ο διαβήτης τύπου 2 επηρεάζει σχεδόν μισό δισεκατομμύριο ανθρώπους παγκοσμίως, προκαλώντας σοβαρές επιπλοκές όπως καρδιοπάθειες, νεφρική ανεπάρκεια και προβλήματα όρασης. Η νόσος χαρακτηρίζεται από την αντίσταση του οργανισμού στην ινσουλίνη ή την ανεπαρκή παραγωγή της, οδηγώντας σε υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα.
Σύμφωνα με τη Δρ. Busch, η θεραπεία ReCET παρουσιάζει σημαντικά πλεονεκτήματα έναντι των συμβατικών θεραπειών, καθώς δεν απαιτεί καθημερινή λήψη φαρμάκων και στοχεύει στη βελτίωση της ευαισθησίας του οργανισμού στην ενδογενή ινσουλίνη. Επιπλέον, η μέθοδος αντιμετωπίζει τη ρίζα του προβλήματος, σε αντίθεση με τις υπάρχουσες θεραπείες που απλώς ελέγχουν τα συμπτώματα.
Παρότι οι ακριβείς μηχανισμοί δράσης της θεραπείας δεν έχουν πλήρως κατανοηθεί, τα αποτελέσματα παραμένουν σταθερά στους 6, 12 και 24 μήνες παρακολούθησης. Μόνο ένας ασθενής παρουσίασε δυσανεξία στη μέγιστη δόση σεμαγλουτίδης λόγω ναυτίας, γεγονός που υποδεικνύει την υψηλή ασφάλεια της μεθόδου.
Από οικονομική σκοπιά, η νέα θεραπεία θα μπορούσε να μειώσει σημαντικά το κόστος διαχείρισης του διαβήτη τύπου 2, καθώς η ινσουλίνη αποτελεί σημαντική οικονομική επιβάρυνση για τους ασθενείς σε πολλές χώρες. Επιπλέον, η μείωση των επιπλοκών θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντική εξοικονόμηση πόρων για τα συστήματα υγείας.
Η συγκεκριμένη έρευνα εντάσσεται σε μια σειρά σημαντικών εξελίξεων στον τομέα της διαβητολογίας, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης εβδομαδιαίας ένεσης ινσουλίνης και νέων τεχνολογιών ανίχνευσης της νόσου μέσω της φωνής και της εμφάνισης της γλώσσας.
Η ερευνητική ομάδα σχεδιάζει τη διεξαγωγή μεγαλύτερων τυχαιοποιημένων δοκιμών για την επιβεβαίωση των ευρημάτων, ενώ η διετής διάρκεια της αρχικής μελέτης υποδηλώνει ότι ενδέχεται να απαιτηθεί σημαντικός χρόνος πριν η θεραπεία καταστεί ευρέως διαθέσιμη.